- προσφθέγγομαι
- ΜΑμιλώ σε κάποιον, προσφωνώ κάποιοναρχ.1. χαιρετώ2. ονομάζω, επονομάζω («ἀγγεῑον... μιᾷ κλήσει προσεφθεγγόμεθα», Πλάτ.)3. ηχώ σε συμφωνία με κάτι, συνοδεύω με τον ήχο μου («οἱ δὲ [αὐλοὶ] ὑπερτέλιοι προσεφθέγγοντο ἀνδρῶν χοροῑς», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + φθέγγομαι «βγάζω φωνή, μιλώ, φωνάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.